- πανθαυμάσιος
- παν-θαυμάσιος, ον, = sq.,A
φάρμακον Aët.15.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάρμακον Aët.15.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανθαυμάσιος — ον, Μ πανθαύμαστος*, πολύ θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμάσιος] … Dictionary of Greek
πανθαυμάσιον — πανθαυμάσιος masc/fem acc sg πανθαυμάσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)